- χοληδόχος κύστη
- Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η χ.κ. είναι συχνά τόπος σχηματισμού χολολίθων· η παρουσία τους, καθώς και η μηχανική και χημική τους δράση, συνδυάζεται συχνά με φλεγμονή των τοιχωμάτων της κύστης. Φλεγμονώδεις διεργασίες μπορεί να παρατηρηθούν και χωρίς να υπάρχουν χολόλιθοι, εξαιτίας χημικών αλλοιώσεων της χολής, άφιξης μικροβίων από τις χοληφόρους οδούς ή με το αίμα, αλλοίωσης που έχει παραταθεί της κινητικότητας της χ.κ. Οι φλεγμονώδεις αυτές διεργασίες ονομάζονται χολοκυστίτιδες. Οι οξείες μορφές εκδηλώνονται με πυρετό, πόνους στην περιοχή της χοληδόχου κύστης και, εάν συμμετέχουν στη φλεγμονή οι χοληφόροι οδοί ή έχουν αποφραχτεί με ίκτερο. Στις οξείες μορφές φαίνεται ότι πρωτεύοντα ρόλο παίζουν τα μικρόβια, ενώ στις χρόνιες μορφές τα παθογόνα μικρόβια, αν και είναι σχεδόν πάντα παρόντα, έχουν δευτερεύοντα ρόλο συγκριτικά προς τις αλλοιώσεις της χολής, της κινητικότητας της χ.κ. και της σκληρυντικής αντίδρασης των τοιχωμάτων της. Οι χρόνιες μορφές μπορεί να εκδηλώνονται με δυσπεπτικά ενοχλήματα, με πόνους στο επιγάστριο, κυρίως κατά την πέψη λιπαρών τροφών, με πραγματικούς κολικούς του ήπατος· κάθε παροξυσμός μπορεί να συνοδεύεται με μικρό πυρετό ή με πραγματικές αναζωπυρήσεις οξέως τύπου. Στις οξείες χολοκυστίτιδες, η χ.κ. είναι συνήθως διογκωμένη εξαιτίας συσσώρευσης χολής, φλεγμονώδους εξιδρώματος ή πραγματικού πύου (εμπύημα της χοληδόχου)· στις χρόνιες μορφές προκαλείται σκλήρυνση, με σχηματισμό συμφύσεων με τα γύρω όργανα, με προοδευτική μείωση του όγκου μέχρις την εξαφάνιση πρακτικά της κοιλότητας της χ.κ.· εξαίρεση αποτελεί μια περίπτωση ασήπτου απόφραξης του κυστικού πόρου, κατά την οποία η χοληδόχος διογκώνεται προοδευτικά εξαιτίας συσσώρευσης μιας ροώδους και υδαρούς ουσίας που εκκρίνεται από τα τοιχώματα της· η κατάσταση αυτή είναι γνωστή με την ονομασία ύδρωψ της χ.κ. Χολοκυστογραφία, τέλος, είναι η ακτινογραφική απεικόνιση του οργάνου στον ζώντα, που επιτυγχάνεται με ιωδιούχους ουσίες, οι οποίες, όταν χορηγούνται στο άτομο που είναι για εξέταση έχουν την ιδιότητα να αποβάλλονται μέσω της χολής και γι’ αυτό συμπυκνώνονται στη χ.κ., την οποία κάνουν σκιερή στις ακτίνες X.
Dictionary of Greek. 2013.